- ανθοβοσκός
- ἀνθοβοσκός, ο (Α)ανθοκόμος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀνθοβοσκόν — ἀνθοβοσκός nourishing masc/fem acc sg ἀνθοβοσκός nourishing neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοσκός — ο (AM βοσκός) αυτός που βόσκει, που τρέφει κοπάδι ζώων, ο ποιμένας (αρχ. μσν.) αρχηγός, ηγέτης. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. λέξη που προήλθε πιθ. με απόσπαση από προγενέστερα σύνθετα σε βοσκός (< βόσκω), πρβλ. ανθο βοσκός, γηρο βοσκός, λωτο βοσκός, προ… … Dictionary of Greek